- γωνίασμα
- και γώνιασμα, το [γωνιάζω]1. τοποθέτηση κάποιου πράγματος σε γωνία2. το να δίνει κανείς σε κάτι μορφή γωνίας3. έλεγχος γωνίας με το γωνιόμετρο4. κατασκευή γωνίας με το γωνιόμετρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γώνιασμα — το βλ. γωνίασμα … Dictionary of Greek
γωνίασμα — το η χάραξη ορθής γωνίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γωνίωση — η (AM γωνίωσις) [γωνιούμαι] το γωνίασμα … Dictionary of Greek
γωνιασμός — ο (AM γωνιασμός) [γωνιάζω] το γωνίασμα αρχ. φρ. «ἐπῶν γωνιασμοί» υπερβολικά εξεζητημένοι στίχοι … Dictionary of Greek
γωνιασμός — ο βλ. γωνίασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)